- αράθυμος
- -η, -οεπίρρ. -α ευέξαπτος, οξύθυμος, αψύς: Πρόσεχέ τον, είναι άνθρωπος αράθυμος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αράθυμος — η, ο 1. οκνηρός, νωθρός, αμελής 2. ζωηρός 3. αψύς 4. κακότροπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αράθυμος με τη σημασία «νωθρός, οκνηρός» < α (προθετ.)* + ράθυμος. Ο τ. ανήκει στις νεοελλ. λέξεις στις οποίες παρατηρείται πρόσθεση φωνήεντος στην αρχή λέξης, που… … Dictionary of Greek
κακόχολος — η, ο 1. αυτός που θυμώνει εύκολα, ευέξαπτος, οργίλος, αψίθυμος, αράθυμος 2. αυτός που επιμένει στην οργή και την εχθρότητά του, μνησίκακος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + χολος (< χολή), πρβλ. πικρό χολος] … Dictionary of Greek
ράθυμος — η, ο / ῥάθυμος, ον, ΝΜΑ, και ῥᾴθυμος, ον, Α ο απρόθυμος για εργασία, αυτός που δεν έχει καμία διάθεση για δράση, νωθρός, οκνηρός νεοελλ. αράθυμος αρχ. 1. επιπόλαιος 2. (για ύφος λόγου) ανώμαλος ή ακατάστατος 3. αυτός που γίνεται χωρίς ιδιαίτερη… … Dictionary of Greek